- ἀντιβασιλεύω
- ἀντιβᾰσῐλεύω,A reign as a rival king,
τισί J.BJ4.7.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τισί J.BJ4.7.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αντιβασιλεύω — (Α ἀντιβασιλεύω) νεοελλ. είμαι αντιβασιλέας αρχ. ανακηρύσσομαι κι εγώ βασιλιάς, ως αντίπαλος του βασιλιά … Dictionary of Greek
ἀντιβασιλεύσας — ἀντιβασιλεύσᾱς , ἀντιβασιλεύω reign as a rival king aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)